θυελλοδύτης

θυελλοδύτης
ζωολ. κοινή ονομασία θαλάσσιων πτηνών τής τάξης ρινοτρυπόμορφα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γερμ. Sturmtaucher < Sturm «θύελλα» + Taucher «δύτης»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αίθυια — η (Α αἴθυια) αρχ. 1. ένα θαλασσοπούλι, ίσως ο θυελλοδύτης 2. επωνυμία τής Αθηνάς ως προστάτιδας τών πλοίων 3. το πλοίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἴθω η ονομασία τού πτηνού προήλθε πιθ. από το χρώμα του] …   Dictionary of Greek

  • θύελλα — ἡ (ΑΜ θύελλα, Μ και θυέλλη) 1. σφοδρός άνεμος με βροχή, καταιγίδα, μπόρα (α. «κακὴ ἀνέμοιο θύελλα» β. «πυρὸς δ ὀλοοῑο θύελλαι» καταιγίδες με βροντές και κεραυνούς, Ομ. Ιλ.) 2. μτφ. ταραχή, σύγχυση, αναστάτωση νεοελλ. 1. μτφ. καταστροφή,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”